αἰνόγαμος

αἰνόγαμος
αἰνόγαμος
fatally wedded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αινόγαμος — αἰνόγαμος, ο (Α) αυτός που έκαμε ολέθριο, φρικτό γάμο (έτσι χαρακτηρίζεται ο Πάρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γάμος] …   Dictionary of Greek

  • αἰνογάμοιο — αἰνόγαμος fatally wedded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνογάμου — αἰνόγαμος fatally wedded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνόγαμοι — αἰνόγαμος fatally wedded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινόλεκτρος — αἰνόλεκτρος, ον (Α) ο αινόγαμος*· [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”